- θυευτός
- θυ-ευτός· ὁ ἐξ ὄμβρων ποταμός, dub. l. in Theognost.Can.20.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θυευτός — θυευτός, ὁ (Μ) (αμφ. γρφ.) ποταμός που έχει σχηματιστεί από βροχές. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. από αμάρτυρο *θυεύω, συγγ. προς το θύω (ΙΙ) «τρέχω με ορμή»] … Dictionary of Greek